ξέζεμα — το η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού ξεζεύ(γ)ω, απόζευξη … Dictionary of Greek
ξέζεμα — το, ατος απόλυση, απαλλαγή του ζώου από το ζυγό … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ξεζέψιμο — το [ξεζεύω] ξέζεμα … Dictionary of Greek